λαγαρότητα

λαγαρότητα
η
(Α λαγαρότης, -ητος) νεοελλ. [λαγαρός]
η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές
αρχ.
1. χαλαρότητα, ατονία
2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαγαρότητα — λαγαρότης slackness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγάρωσις — λαγάρωσις, ἡ (Α) [λαγαρούμαι] (για στίχο) λαγαρότητα, χαλαρότητα, ατονία, λόγω υπάρξεως βραχείας αντί μακράς συλλαβής στο μέσον τού στίχου …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”